Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Νέα Υόρκη – Βάσσες





Ο Ζαν Ντανιέλ Πολέ/ Jean -Daniel Pollet, όπως έχουμε αναφέρει και σε άλλες αναρτήσεις, βρήκε στις Βάσσες το υπαρξιακό και καλλιτεχνικό του καταφύγιο και ορμητήριο. Ο Πολέ (1936-2004) είχε μια σταθερή και θεμελιώδη σχέση με την Ελλάδα. Ταξίδεψε, γύρισε πολλές ταινίες σε όλες τις φάσεις της ζωής του, έψαξε με πάθος το ελληνικό τοπίο και τους ανθρώπους . Όμως το σημείο- μαγνήτης είναι ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα που είναι «παρών» σε 3 ταινίες του. Επίσης ο Πολέ έχει γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο που αποτελεί τον κορμό ενός σεναρίου για μια ταινία που ενδεχομένως να προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον καθώς το θέμα της είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και θα μπορούσε να είναι η ελληνική πολιτιστική απάντηση στην οικονομική κρίση και στο σημερινό αδιέξοδο τρόπο ζωής στις παγκόσμιες μεγαλουπόλεις.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να βοηθήσουν δύο Έλληνες φίλοι του, που έχουν άμεση σχέση με το ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Ο καταγόμενος από το γειτονικό χωριό Σκληρού Θόδωρος Αδαμόπουλος, πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδας και ο γνωστός σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης, που συνεργάστηκε στο γύρισμα της ταινίας «Βάσσες».
Τολμάμε να γράψουμε ότι η ιδανική εκδοχή θα ήταν, βέβαια, το θέμα αυτό να έμπαινε στον ορίζοντα του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αυτό θα ήταν η μέγιστη προσφορά του μεγάλου σκηνοθέτη στο γενέθλιο τόπο.

Ακολουθεί το κείμενο του Πολέ: « Μια μέρα, έχοντας στο νου μου τις Βάσσες, φαντάστηκα ένα σενάριο με ήρωα έναν Αμερικάνο που είδε κάποτε αυτόν το ναό, στη διάρκεια ενός ταξιδιού. Ο Αμερικάνος είναι απ' τη Νέα Υόρκη, εξ ου και ο τίτλος του έργου: Νέα Υόρκη - Βάσσες. Είναι ένας διανοούμενος που είχε περάσει από κει, κι από τότε του έγινε έμμονη ιδέα - τις νύχτες, τον ονειρεύεται, τον προβάλλει στον άσπρο τοίχο της κάμαρας του. Ο ναός είναι ένα είδος "κατηγορώ" για τη ζωή του. Ένα "κατηγορώ", μια αλλαγή πορείας από την νεοϋορκέζικη αρχιτεκτονική κ.λπ. Τελικά, μια εμμονή για το παρελθόν που στέκεται εμπόδιο στη ζωή του και πρέπει να καταστραφεί. Τότε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, που δεν έχει μία, που τον βασανίζει η ύπαρξη αυτού του ναού, αποφασίζει να πάει και να τον ανατινάξει. Ξεκινά απένταρος απ' τη Νέα Υόρκη - ας πούμε, με βαποροστόπ. Νέα Υόρκη - Βάσσες με τα πόδια, με άλογο, με πλοίο. Γνωρίζουμε τη διαδρομή του γιατί έχουμε δει τις εικόνες και τον ακολουθούμε από τη Δυτική Ακτή. Τον βλέπουμε να διασχίζει όλη τη χώρα για να πάρει το πλοίο -τελικά, ό,τι θα μπορούσαμε να σκεφτούμε για κάποιον που πάει σ' έναν συγκεκριμένο προορισμό κι είναι υποχρεωμένος να σταματά, να βλέπει πράγματα, να 'χει συναντήσεις.Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα. Οσο προχωρά, τα πράγματα και οι άνθρωποι αραιώνουν, η διαδρομή δυσκολεύει. Kαι είναι κι εκείνη η λύσσα: να ξαναδεί και να καταστρέψει. Ίσως και να μην το ξέρει ακόμα ότι θέλει να καταστρέψει το ναό - τελοσπάντων. Φτάνει, Εξακολουθεί να θέλει να τον ανατινάξει, αλλά δεν ξέρει πώς. Υπάρχει μόνο ένας φύλακας που τον βλέπει κανείς πού και πού, σαν μια σκιά. Δεν υπάρχει περίφραξη• οι επισκέπτες, ελάχιστοι. Εγώ στάθηκα τυχερός: δεν είδα ποτέ κανέναν. Πάντως, υπάρχει κάποιος φύλακας, αλλά χωρίς φυλάκιο. Είναι απλώς κάποιος που τριγυρνά εκεί πότε-πότε. Πιάνει φιλίες μαζί του. Εγκαθίσταται στο διπλανό χωριό, που απέχει τρία-τέσσερα χιλιόμετρα με τα πόδια, Το χωριό το λένε Ανδρίτσαινα• είναι φτιαγμένο με ξύλα βαμμένα, μοιάζει λίγο με τούρκικο, έτσι ήταν η Ανδρίτσαινα, όπου το Σάββατο καταφθάνουν στην πλατεία απ' τα γύρω βουνά δεκάδες αναθεματισμένα γαϊδούρια με Ελληνες που ξεφυτρώνουν απ' το πουθενά, έρχονται να πουλήσουν την πραμάτεια τους, κι έπειτα εξαφανίζονται. Η ελληνική γλώσσα... η τραγουδιστή ελληνική γλώσσα• εκεί, στο χωριό- μια βρυσούλα... τελοσπάντων, αυτά είδα.
Εξαφανίζονται όλοι. Ο τύπος μένει εκεί και σκέφτεται: "Τον τινάζω στον αέρα ή όχι;" Πηγαίνει με τα πόδια και τον βλέπει συνέχεια, νύχτα-μέρα, μπορεί και να κοιμάται μέσα στο ναό, Τρεις ελληνικές λέξεις ξέρει όλες κι όλες, αλλά κι αυτόν κανένας δεν ξέρει ποιος είναι, είναι ένας ξένος, τρώει, είναι μόνος, παράξενος. Κι ο φύλακας αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο ύποπτος τύπος που μιλάει λίγα ελληνικά μα επιμένει, φεύγει, ξανάρχεται, τριγυρνά. Κι έπειτα, μια μέρα, παίρνει την απόφαση.
Πρέπει όμως κάπου να βρει εκρηκτικά. Πηγαίνει στην Αθήνα, μπαίνει στα κόλπα, βρίσκει τα εκρηκτικά. Τα φέρνει πίσω, τα βάζει στην κάμαρά του, Ξαναγυρίζει στο ναό. Ξαναπάει στην κάμαρα του και... Και, μια μέρα, λέει: "Απόψε!", αλλά εννοεί πολλά βράδια στη σειρά, γιατί πρέπει να φτιάξει ένα χαντάκι γύρω απ' το ναό και να βάλει τα μασούρια του δυναμίτη, σκεπασμένα προσεκτικά ώστε να μην τα δει ο φύλακας. (Βέβαια, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο φύλακας έχει καταλάβει αλλά τον αφήνει να συνεχίσει.) Έρχεται η μέρα. Στην κάμαρα του έχει αφήσει μόνο τον πυροκροτητή. Όλα έχουν προβλεφθεί- ένα συρματάκι μένει να μπει, κι όλα θα 'ναι έτοιμα ν' ανατιναχτούν. Είναι η μέρα της λαϊκής αγοράς, κι αυτός, στην κάμαρα του, ετοιμάζει τον πυροκροτητή του. Και τότε κάνει μια λάθος κίνηση. Είναι, λοιπόν, η μέρα της λαϊκής αγοράς, κι αυτός είναι στην κάμαρα του, στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου, και η αγορά είναι από κάτω, κι αυτός κάνει μια λάθος κίνηση και βάζει μπρος τον πυροκροτητή. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα-κινδυνεύει ν' ανατιναχτεί το κτίριο και να σκοτωθούν άνθρωποι στην αγορά. Κι ο πυροκροτητής είναι εκεί, δεν μπορεί να τον αφοπλίσει, να τον πετάξει -είναι σαν μια βόμβα. Πάει στο μπαλκόνι, φωνάζει, ουρλιάζει στα αγγλικά, στα ελληνικά. Οι άνθρωποι τρομάζουν και φεύγουν. Η πλατεία αδειάζει, και το μαραφέτι εκρήγνυται. Ο Αμερικάνος εκσφενδονίζεται στην πλατεία και ξεψυχάει εκεί, ανάμεσα στους ανθρώπους, που μαζεύονται γύρω του κι αναρωτιούνται τι έχει συμβεί. Ψάχνουν για την ταυτότητα του - δε βρίσκουν τίποτα. Και καθώς τον γνωρίζουν καλά, τον έχουν δει πολλές φορές, καθώς είναι καλοδεχούμενος εκεί, καθώς τον αγαπούν πολύ, σέβονται αυτού του είδους την ανωνυμία. Δε γίνονται έρευνες, τίποτα, και μετά του κάνουν μια κηδεία σύμφωνα με τους τύπους, μέσα σ' ένα μικρό νεκροταφείο περιτριγυρισμένο από κυπαρίσσια που βρίσκεται κάτω απ' την Ανδρίτσαινα. Αυτά έχω να πω για τις Βάσσες.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου