Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Οι λαμπρές κολώνες των Βασσών




Ο νομπελίστας ποιητής Seamus Heaney, που λατρεύει την αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα, έχει επισκεφτεί τον ναό του Επικούριου Απόλλωνα και έχει μαγευτεί από «κλασσική τάξη κι αίσθηση» και «την προ-φυσιοδιφική χλωρίδα».
Το ένα από τα 7 ποιητικά «Σονέττα από την Ελλάδα» είναι αφιερωμένο στις Βάσσες.

Το ποίημα αυτό ακούστηκε στην εκδήλωση «Επικούριος Απόλλωνας υπό το σεληνόφως». Το απήγγειλε με εκπληκτικό τρόπο η κορυφαία ηθοποιός Εύα Κοταμανίδου. Επίσης περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Βασίλη Νικολόπουλου, που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία μαζί με το DVD της εκδήλωσης.

Ο Seamus Heaney γεννήθηκε το 1939 τριάντα μίλια βορειοδυτικά τον Μπέλφαστ, στη Βόρεια Ιρλανδία. Η οικογένεια ζούσε σε ένα αγρόκτημα και ήταν καθολική και πολυμελής. Ο Seamus είναι ο πρώτος από τα 9 αδέλφια. Φοίτησε στο St. Colump's College τον Ντέρι και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο τον Μπέλφαστ. Από τις αρχές της δεκαετίας τον '80 διδάσκει στο Χάρβαρντ. Το 1989, εκλέχτηκε καθηγητής της ποίησης Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η επιρροή τον στη σύγχρονη ποίηση είναι τεράστια και γίνεται αισθητή σε οικουμενικό επίπεδο. Η γνώση της παγκόσμιας ιστορίας είναι εμφανής σε όλο το έργο τον. Τα ελληνικά θέματά τον έχουν σαφείς ιστορικές αναφορές. Παρά το γεγονός ότι στο έργο τον αποτυπώνονται τα πολλά ταξίδιά τον, ένα μεγάλο μέρος της ποίησής τον αναφέρεται στην αγροτική περιοχή τον Ντέρι, τον τόπο που έζησε τα παιδικά τον χρόνια.
H αναγγελία για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1995) τον βρήκε στην Πελοπόννησο. Τον έψαχναν δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο για μια δήλωση. Ομως αυτός απολάμβανε ήρεμος τις διακοπές του στην Πύλο. Για πέντε ημέρες δεν είχε μιλήσει. Μέχρι που τον εντόπισε ένας Έλληνας δημοσιογράφος.





Βάσσες

Μας ξύπνησαν οι πετεινοί. Το φως. Η γλώσσα η πρωινή
Της τροκάνας, γαυγίσματα σκυλιών και αποκρίσεις πετεινών.
Ολοι στο πόδι. Και κατεβήκαμε με τις βαλίτσες,
Ποθώντας να κινήσουμε μέσα στα μαγιολούλουδα και τις ζεστές τις πέτρες
Ενός Μαγιάτικου πρωινού στην Πελοπόννησο.
Δρόμοι ορεινοί, φρεσκοασφαλτοστρωμένοι,
Κατεβασμένα τα παράθυρα, σαν σέλλες να γυαλίζουν τα καθίσματα,
Κι έπειτα μια τελευταία στροφή μέχρι να βρούμε τις λαμπρές κολώνες
Των Βασσών να συντηρούνται τώρα κάτω από καναβάτσο.
Μας έλειψε η κλασσική τους τάξη κι αίσθηση,
Μα το γαρμπίλι που έτριζε κάτω από το στέγαστρο
Επικύρωσε την παρουσία μας, όπως κι ένας κούκκος
Που σήμαινε την ώρα διαρκώς καθώς καθόμουν κείθε
Χαζεύοντας τις πεταλούδες στην προ-φυσιοδιφική χλωρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου