Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010
Πόσο μακρινό είναι το 1959;
Στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» στο τεύχος του 1959 είχε δημοσιευτεί ένα κείμενο του λογοτέχνη Κ. Τ. Παπατσώνη για την Ανδρίτσαινα με κύρια αναφορά στην Νικολοπούλειο Βιβλιοθήκη. Στην εισαγωγή υπάρχει μεγάλη αναφορά στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα, όχι, όμως, για το μνημείο αλλά για το «μεγάλο έργο» της εποχής, δηλαδή τη… Λεωφόρο Επικουρίου-Ανδρίτσαινας. Δεν σχολιάζουμε το κείμενο αλλά το αναδημοσιεύουμε για να φανεί πόσο μακρινό (ή και κοντινό) είναι το 1959.
Όμως σημειώνουμε ότι ο Τάκης Παπατσώνης δεν είναι μόνο ένας σημαντικός λογοτέχνης, αλλά και ένας επιστήμονας που κατέλαβε εξέχουσες κρατικές θέσεις, ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο και είχε ευρύτατες, για την εποχή του, γνώσεις. Επίσης υπήρξε γαμπρός του ιδρυτή της Εμπορικής Τράπεζας Εμπεδοκλή, αφού παντρεύτηκε την κόρη του Ευανθία. Μαθήτευσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το 1913 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στην εφημερίδα Ακρόπολις. Σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως το 1920 και το 1927 παρακολούθησε μαθήματα οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Από το 1914 και για σαράντα χρόνια εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών φτάνοντας ως τη θέση του Γενικού Γραμματέα.
Ταξίδεψε πολύ σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και λόγω της εργασίας του και από προσωπικό πάθος (ενδεικτικά αναφέρονται τα ταξίδια του στο Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία, την Πράγα, την Ελβετία, τη Γαλλία, το Βερολίνο, τη Δρέσδη, την Αγγλία, την Ισπανία, το Βουκουρέστι, τη Βέρνη, τα Καρπάθια, τη Νέα Υόρκη, την Κούβα, το Σικάγο, το Σαν Ντιέγο).
Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-1964), Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου (1955-1964), Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής (1963 και 1966 αντίστοιχα). Τιμήθηκε με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920) και με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963). Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Γράφει, λοιπόν, τα εξής αποτυπώνοντας το πνεύμα μιας εποχής: «Την Ανδρίτσαινα κοσμούν αξιόλογα κτίρια, ποιητικές κρήνες, κι΄ ο συμπαθητικός και φιλότιμος πληθυσμός της. Συγκοινωνιακά όμως είναι πολύ αδικημένη ακόμη, γιατί είτε πάρει κανείς το δημόσιο δρόμο Πύργου- Κρεσταίνων – Ζάχα-Ανδρίτσαινας, είτε το δρόμο Ανδρίτσαινα – Μεγαλόπολη, ασφαλώς θα ταλαιπωρηθεί. Για λίγες δεκάδες χιλιόμετρα, χρειάζεται το αυτοκίνητο πολλές ώρες, αναγκασμένο να μην τρέχει περισσότερο από 18 χιλιόμετρα την ώρα, πράγμα απαράδεκτο για την εποχή μας. Όπως ξέρει ο καθένας, η Ανδρίτσαινα γειτονεύει με τον υπέροχο Ναό του Επικουρείου Απόλλωνα, που υψώνεται σχεδόν αθέατος με τις δωρικές εξωτερικά κολόνες του και την εσωτερική ανάμιξη των ρυθμών, στην ερημική και επιβλητική ορεινή τοποθεσία, που λέγεται Μπάστες, την περιοχή της αρχαίας Φυγάλειας, στις πλαγιές του Κοτύλειου όρους. Τον Ναό είχα επισκεφθεί πριν από πολλά έτη οδοιπορώντας από την Ανδρίτσαινα, μέσα από βουνήσια μονοπάτια, επί τρεις ή τρισήμιση ώρες. Τώρα συμβαίνει το εξής αξιοπερίεργο: ένας άριστος νέος δρόμος, ευρύχωρος, με σοφία ελισσόμενος σε άνετα χαραγμένες στροφές, συνδέει πλέον την Ανδρίτσαινα με τον Ναό. Καθώς η απόσταση είναι μόλις δεκατρία χιλιόμετρα, σε λίγα λεπτά της ώρας το αυτοκίνητο ανεβαίνει εντελώς έως των Ναό, με την μεγαλύτερην ευκολία, αφού όμως υποστεί την αφάνταστη ταλαιπωρία να φθάσει είτε από τον Πύργο, είτε από την Μεγαλόπολη, δια Καρύταινας, έως την Ανδρίτσαινα. Δίκαια λοιπόν αναρωτιέται ο ταξιδιώτης, τουριστής ή αρχαιολόγος ή φυσιολάτρης, ποιά λογική οδήγησε να κατασκευασθεί το μικρό αυτό κομμάτι των δεκατριών χιλιομέτρων του δημόσιου δρόμου, με τον πιο συγχρονισμένο τρόπο, χωρίς να ληφθεί η πρόνοια να γίνουν παράλληλα εξίσου προσιτοί και οι δημόσιοι δρόμοι που οδηγούν στην Ανδρίτσαινα. Η πρώτη σκέψη είναι, πως ο δρόμος προορίζεται για να διευκολύνει αποκλειστικά τους κατοίκους της Ανδρίτσαινας να επισκέπτονται το Ναό. Αλλά βέβαια μια τέτοια σκέψη δεν έχει κανένα στήριγμα. Τόση δαπάνη, που δεν εξυπηρετεί καμμίαν οικονομικήν ανάγκη, γιατί ολόκληρη η διαδρομή είναι ακατοίκητη και έρημη, για να βοηθήσει τους απλούς και φτωχούς κατοίκους στην άνοδό τους στο Ναό, που ασφαλώς όλοι τους τον γνωρίζουν, και όπου μπορούν άριστα να πάνε, ‘όπως είναι συνηθισμένοι, με τα ζώα τους ή πεζή. Από συνομιλίες όμως που είχα με μερικούς του τόπου, στους οποίους εξέφρασα την γενική απορία για την απροσδόκητη αυτή κατασκευή, είδα, πως δεν είναι εντελώς παράλογος ο συλλογισμός τους, που τους έκανε να υποστηρίζουν με όλες τις δυνάμεις τη δημιουργία του σύντομου αυτού, αλλά τέλειου δρόμου. Εχουν δηλαδή βάσιμες ελπίδες, πως οι αρμόδιοι (του τουρισμού, των δημοσίων έργων, του συντονισμού), μια και έγινε το ελκυστικό τούτο πρώτο βήμα, που έχει για τέρμα του ένα από τα πιο αξιοθέατα και θαυμαστά μνημεία της αρχαιότητος, δημιούργημα του Ικτίνου, του αρχιτέκτονα του Παρθενώνα, θ΄ αναγκαστούν πια από τα πράγματα, θα εκβιασθούν με κάποιο τρόπο, να συμπληρώσουν και τα υπόλοιπα εξήντα ή ογδόντα χιλιόμετρα, που θα συνδέσουν το Ναό είτε με τον Πύργο- Ολυμπία, είτε με την Καρύταινα-Μεγαλόπολη. Πονηρή αλλά έξυπνη σκέψη, που σύμφωνα με την πείρα που παρέχει η νοοτροπία του Κράτους μας, δεν αποκλείεται να βγει τελικά σωστή σε μιαν εποχή, που προγραμματίζει ευρύτατο οδικό δίκτυο. Μου μένει να τονίσω, πόσο προσθέτει στην μεγαλοπρέπεια του Ναού και την αισθητική του παράσταση, το υλικό, με το οποίο έχει χτιστεί, η τεφρή πέτρα του τόπου, που ταιριάζει απόλυτα με το βραχώδες ορεινό και στερημένο από κάθε βλάστηση τοπίο».
Το σκίτσο του ναού είναι από το ίδιο τεύχος, αλλά σε διαφορετικές σελίδες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου